βολβοειδής
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ές,
A bulb-like, bulb-shaped, Dsc.2.144, Aët.12.63.
German (Pape)
[Seite 452] ές, zwiebelartig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
βολβοειδής: -ές, ὅμοιος βολβῷ, ἔχων τὸ σχῆμα τοῦ βολβοῦ, Παῦλ. Αἰγ. 7. σ. 249.
Spanish (DGE)
-ές
• Alolema(s): βολβώδης Thphr.HP 7.13.9
bulbosode raíces, Thphr.l.c., Dsc.2.144, Paul.Aeg.7.3 (pp.248, 268).