Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αὐτόχρημα

From LSJ
Revision as of 11:57, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_8)

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτόχρημα Medium diacritics: αὐτόχρημα Low diacritics: αυτόχρημα Capitals: ΑΥΤΟΧΡΗΜΑ
Transliteration A: autóchrēma Transliteration B: autochrēma Transliteration C: aftochrima Beta Code: au)to/xrhma

English (LSJ)

Adv.

   A in very deed, Ar.Eq.78, Luc.Dem.Enc.13, Procop.Gaz.Ep.58, Iamb.Myst.5.20; dub. in S.Ichn.38.    2 just, exactly, Ael.NA2.44, Aristid.2.228 J.    II straightway, Jul.Or.6.181b.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόχρημα: ἐπίρρ., «αὐτὸ τὸ πρᾶγμα» (Ἡσύχ.), τῇ ἀληθείᾳ, πράγματι, Ἀριστοφ. Ἱππ. 78. ΙΙ. ἀκριβῶς, ἀπαραλλάκτως, Αἰλ. π. Ζ. 2. 44, Λουκ. Δημ. Ἐγκ. 13.

French (Bailly abrégé)

adv.
justement, exactement.
Étymologie: αὐτός, χρῆμα.

Spanish (DGE)

adv.
1 de hecho, en realidad τοσόνδε δ' αὐτοῦ βῆμα διαβεβηκότος ὁ πρωκτός ἐστιν αὐ. ἐν Χάοσιν Ar.Eq.78, cf. Et.Gen.1424
en el momento, al punto φλεγμαινούσαις νέων ὁρμαῖς αὐ. Luc.Dem.Enc.13, cf. Iambl.Myst.5.20, Iul.Or.9.181b, Σπαρτιάτης αὐ. γεγένημαι Procop.Gaz.Ep.101, ὡς αὐ. βασιλέα ἀτιμάσας Anast.Ant.Fr.M.89.1405A.
2 justamente, exactamente λυποῦσι ... δηκτικαὶ προσπίτπουσαι, ὡς αὐ. ἐπὶ τῆς γῆς αἱ μυῖαι Ael.NA 2.44, εἰ δέ τις ἀχθεσθήσεται τούτοις ὑπὲρ Πλάτωνος, αὐ. τἀναντία οἷς βούλεται ποιήσει Aristid.Or.3.366
absolutamente θανάτου κρείττων ἐστὶν ὁ τοῦ θεοῦ λόγος, μᾶλλον δὲ αὐ. ζωή Cyr.Al.Apol.Thdt.12.92.
3 de por sí ὁ σοφοῦν ἑτέρους δυνάμενος ... οὐκ αὐ. ἐστιν ἡ σοφία, ἀλλὰ τῆς ἐνούσης ἐν αὐτῷ σοφίας διάκονος Cyr.Al.M.73.125B
verdaderamente ὁ δὲ αὐ. Μακκαβαῖος Synes.Ep.5 (p.16).