ἐγκέραστος
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ον,
A mixed, blended, Plu.2.660c.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκέραστος: -ον, μεμιγμένος, ἐγκεκραμένος, Πλούτ. 2. 660C.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
mêlé dans ou à, τινι.
Étymologie: ἐγκεράννυμι.
Spanish (DGE)
-ον
subst. τὸ ἐ. moderación, amabilidad ὁ συμποτικὸς λόγος ... ποιεῖ τῇ ἀνέσει τὸ ἱλαρὸν καὶ φιλάνθρωπον ἐγκέραστον Plu.2.660c.