ἀκατάστατος

From LSJ
Revision as of 18:12, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T22)

Ἡ γὰρ σιωπὴ τοῖς σοφοῖσιν ἀπόκρισις → Silentiumque sapienti est responsio → Denn Schweigen ist für Weise deutlicher Bescheid

Menander, Monostichoi, 222
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκατάστᾰτος Medium diacritics: ἀκατάστατος Low diacritics: ακατάστατος Capitals: ΑΚΑΤΑΣΤΑΤΟΣ
Transliteration A: akatástatos Transliteration B: akatastatos Transliteration C: akatastatos Beta Code: a)kata/statos

English (LSJ)

ον, (καθίστημι)

   A unstable, unsettled, καιροί Hp.Aph.3.8; πνεῦμα D.19.136, cf. Arist.Pr.941b29; disorderly, ὁρμαί Stoic.3.166; πολιτεία D.H.6.74:—of men, fickle, Plb.7.4.6; of fevers, irregular, Hp.Acut. (Sp.)20. Adv. -ως, ἔχειν Isoc.21.7.    II not making any deposit, οὖρον Hp.Prorrh.1.32.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατάστᾰτος: -ον, (καθίστημι) ἄστατος, ἀνήσυχος, Ἱππ. Ἀφ. 1247 ἀκ. πνεῦμα, Δημ. 383. 7· πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 26. 13· ἀκ. Πολιτεία, Διον. Ἁλ. 6. 74: - ἐπὶ ἀνθρώπων, ἀσταθής, Πολύβ. 7. 4, 6· ἐπὶ πυρετῶν, ἄτακτος, Ἱππ. 399. 47. - Ἐπίρρ. -τως, ἀκ. ἔχειν, Ἰσοκρ. 401Β. ΙΙ. ὁ μὴ καταλείπων καθίζημα, καταπάτι, πυκνός, οὖρον, Ἱππ. 69F. 149F.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
agité, troublé.
Étymologie: ἀ, καθίστημι.

Spanish (DGE)

(ἀκᾰτάστᾰτος) -ον
I 1inestable, irregular, variable, δίαιτα Hp.Vict.3.68, πυρετοί Hp.Acut.(Sp.) 20, καιροί op. καθεστεῶτες Hp.Aph.3.8, κῦμα D.19.136, πνεῦμα Arist.Pr.941b29, ἀήρ Orac.Sib.1.164
de pers. voluble, tornadizo Plb.7.4.6, γνώμη Plu.2.714e, de Sión, LXX Is.54.11
inseguro τὸν τὴν οἰκία<ν> μου ἀκατά<σ>τατον ποιοῦντα IKnidos 150B.12 (II/I a.C.).
2 errante, vagabundo ἀνάστατος καὶ ἀ. Sm.Ge.4.12.
3 desordenado, turbulento ὁρμαί Chrysipp.Stoic.3.166, πολιτεία D.H.6.74, πράγματα D.C.38.27.2
insurrecto Ῥωμαίοις ἀκατάστατα ἔθνεα Orac.Sib.13.104.
4 medic. que no produce sedimento ἐναιωρήματα Hp.Prorrh.1.32.
II adv. -ως turbulentamente ἀ. ἔχει τὰ ἐν τῇ πόλει Isoc.21.7.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and a derivative of καθίστημι; inconstant: unstable.

English (Thayer)

(καθίστημι), unstable, inconstant, restless: L T Tr WH in πονηρόν πνεῦμα ἐστιν ἡ καταλαλιά, καί ἀκατάστατον δαιμόνιον, μηδέποτε ἐιρηνεῦον, ἀλλά etc.). (Hippocrates and others) Polybius 7,4, 6, others (the Sept. Isaiah 54:11).) #REM: LEFT OFF HERE