θυμοραϊστής

From LSJ
Revision as of 19:59, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῡμορᾰϊστής Medium diacritics: θυμοραϊστής Low diacritics: θυμοραϊστής Capitals: ΘΥΜΟΡΑΪΣΤΗΣ
Transliteration A: thymoraïstḗs Transliteration B: thymoraistēs Transliteration C: thymoraistis Beta Code: qumorai+sth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, (ῥαίω)

   A life-destroying, θάνατος Il.13.544, 16.414; δηΐων ὕπο θυμοραϊστέων ib.591. (θῡμο-ρραίστης Glauc. ap. Sch.B Il.16.414.)

German (Pape)

[Seite 1224] ὁ, Leben zerstörend, θάνατος Il. 16, 414, δήϊοι 18, 220, öfter.

Greek (Liddell-Scott)

θῡμορᾰϊστής: -οῦ, ὁ, (ῥαίω) ὁ τὴν ζωὴν καταστρέφων, θάνατος Ἰλ. Ν. 544, Ξ. 414, 580˙ δηΐων ὑπὸ θυμοραϊστέων Τ. 591, Σ. 220. - Ἀλλ’ ὁ Κόντος (Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 434) κρίνει ὀρθὸν τὸν τύπον θυμορραίστης.

French (Bailly abrégé)

οῦ;
adj. m.
qui déchire le cœur, cruel.
Étymologie: θυμός, ῥαΐζω.