ἔμπυος

From LSJ
Revision as of 12:04, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_14)

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμπυος Medium diacritics: ἔμπυος Low diacritics: έμπυος Capitals: ΕΜΠΥΟΣ
Transliteration A: émpyos Transliteration B: empyos Transliteration C: empyos Beta Code: e)/mpuos

English (LSJ)

ον, (πύον)

   A suffering from an abscess or suppurating wound, Id.Prog.18, Aph.5.10, D.54.12, Isoc.19.26, Men.1009, IG4.952.57 (Epid.); τῷ ἐ. βέλτιον τὸ καίεσθαι τοῦ διαμένειν Iamb.Protr.2; ἵπποι Arist.HA604b6.    II festering, suppurating, βάσις S.Ph.1378; στέρνων ἀπολύσεται ἔμπυον ἰλύν Androm. ap. Gal.14.35; ἔ. μοτός tents, Gal.19.97.

German (Pape)

[Seite 818] ein inneres Geschwür habend, Hippocr., Dem. 54, 12 u. A.; – βάσις, der mit Geschwüren bedeckte Fuß, Soph. Phil. 1364.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμπυος: -ον, (πῦον) ὁ ἔχων ἐμπύωμα ἐν τοῖς πνευμόσιν ἢ ἐν τῷ ἥπατι, ἐμπυϊκός, Ἱππ. Ἀφορ. 1253, Δημ. 1260. 26, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 3. ΙΙ. ἡλκωμένος, «ὀμπυασμένος», τήνδε τ’ ἔμπυον βάσιν παύσοντας ἄλγους Σοφ. Φ. 1378˙ στέρνων ἀπολύσεται ἔμπυον ἰλὺν Ἀνδρόμ. παρὰ Γαλην. 13, σ. 876˙ ἔμπ. μοτός, ξαντόν, Γαλην. 2) = πῦον, κοιν. «ἔμπυον», ἐὰν συνάγῃ ἔμπυον τὸ ἕλκος Γεωπον. 17. 22, Θεοφ. Νόνν. Ἐπιτομ. Ἰατρ. τ. 2, σ. 242.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui suppure.
Étymologie: ἐν, πῦον.

Spanish (DGE)

-ον
medic.
I 1que sufre un absceso, que tiene empiema ἔμπυοι πολλοὶ γίνονται Hp.Art.49, cf. Coac.396, Aph.5.10, D.54.12, Isoc.19.26, γίνονται δὲ καὶ ἔμπυοι οἱ ἵπποι Arist.HA 604b6, cf. Men.Fr.496, ἔ. ἦς οὕτω σφοδρῶς ὥστε ἑπτὰ καὶ ἑξήκοντα λεκάνας ἐνέπλησε πύους IG 42.122.57 (Epidauro IV a.C.), ἔ. περὶ ἧπαρ ἄνθρωπος Plu.2.73b, περὶ τὰ σπλάγχνα Plu.Sull.36
frec. subst. ὁ ἔ. el que padece un empiema τῶν δὲ ἐμπύων τῶν ἐκ τῶν περιπνευμονικῶν οἱ γεραίτεροι μᾶλλον ἀπόλλυνται Hp.Prog.18, cf. 17, τῷ ἐμπύῳ βέλτιον τὸ καίεσθαι τοῦ διαμένειν Iambl.Protr.2, cf. Plu.2.43a.
2 purulento, que supura ἔ. βάσις pie purulento S.Ph.1378, στέρνων ἀπολύσεται ἔμπυον ἰλύν Androm.55, ὁ βουβὼν ... ἔ. γέγονεν Procop.Pers.2.22.38, ἔ. μοτός drenaje Hp. en Gal.19.97.
II subst. τὸ ἔ. supuración, absceso, empiema ἔμπυον ἔσεσθαι σημαίνει indica que habrá un absceso Hp.Prog.7, εἴκελος ἐμπύῳ ἦν Hp.Epid.4.31, ἐὰν συναγάγῃ ἔμπυον τὸ ἕλκος Gp.17.22, cf. Arist.Pr.863a8, Orib.4.8.3.