καρύϊνος
From LSJ
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
English (LSJ)
η, ον,
A of nuts, ἔλαιον Gal.11.871; κ. Χρῶμα nutbrown, Thphr.Sens.78; cf. καρόϊνος. II made of walnut-wood, σανίδες IG11(2).203B100 (Delos, iii B. C.); ῥάβδος LXXGe.30.37, cf. Je.1.11. III καρυΐνη, ἡ, narrow jar, Gp.13.7.2. IV Καρύϊνος οἶνος, v. κάροινον.
German (Pape)
[Seite 1331] = καρυηρός; ἔλαιον, Nußöl, Sp.; χρῶμα, Nußfarbe, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰρύϊνος: -η, -ον, = καρυηρός, ἕλαιον Γαλην. 13. 172· κ. χρῶμα, ὡς τὸ τοῦ καρύου, Θεοφρ. π. Αἰσθ. 78· κ. ῥάβδος, ἐκ ξύλου καρύας, Ἑβδ. (Γέν. Λ’, 37).