καρίς
English (LSJ)
(v. sub fin.), ἡ, prob. a general term for small crustaceans, incl.
A shrimp (Crangon) and prawn (Palaemon), Anan.5, Arist.HA 525a33, Luc.Merc.Cond.3; Dor.κουρίς Epich.31, Sophr.26, cf.Hsch., or κωρίς Epich.89. [ῐ in Anan. l.c., Ar.V.1522 (lyr.), Cratin.283, Eup.7, 107: later ῑ, gen. ῖδος, Arar.8, Anaxandr.22, Eub.78, Archestr. Fr.25, Numen. ap. Ath.7.287c.]
German (Pape)
[Seite 1327] ῖδος, ἡ, auch ίδος, bes. att., ein kleiner länglicher Seekrebs, Squillenkrebs; Ath. III, 105 mit Beispielen aus den Comic.; Ar. Vesp. 1522, wo ι kurz ist; vgl. Lob. zu Phryn. p. 171.
Greek (Liddell-Scott)
κᾱρίς: (περὶ τῆς γεν. ἴδε ἐν τέλει), ἡ˙ - μικρὸν ὀστρακόδερμον, κοινῶς «καρίδα» ἢ «γαρίδα», Ἀναν. 1, καὶ παρὰ κωμικοῖς (ἴδε κατωτ.)˙ Δωρ. κουρὶς ἢ κωρίς, Σώφρων, Ἐπίχ. καὶ Σιμωνίδ. παρ’ Ἀθην. 106D καὶ Ε. (ῐ παρ’ Ἀναν. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀριστοφ. Σφ. 1522, Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 26, Εὔπολις ἐν «Αἰξὶν» 3, ἐν «Δημ.» 21˙ ἀλλὰ βραδύτερον ῑ, γεν. ῖδος, Ἀραρος, Ἄλεξις, Εὔβουλος, κλ. παρ’ Ἀθην. 105 κἑξ.˙ πρβλ. Spitzn. Vers. Heroic. σ. 49, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 171).
French (Bailly abrégé)
ῖδος ou ίδος (ἡ) :
squille, écrevisse de mer, poisson.
Étymologie: DELG dim. populaire de κάραβος.