καράτομος
οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen
English (LSJ)
(proparox.), ον, (τέμνω)
A beheaded, Γοργών E. Alc.1118 (dub.l.); κ. ἐρημία νεανίδων, i. e. their slaughter, Id.Tr.564 (lyr.); so Ἕκτορος . . κ. σφαγαί Id.Rh.606. 2 cut off from the head, κ. Χλιδαί one's shorn locks, S.El.52. II parox., Act., beheading, c. gen., Ἑλλάδος Lyc.187.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰράτομος: ρᾱ, ον, (τέμνω) ἀποτετμημένος τὴν κεφαλήν, καρατομηθείς, γοργόν' ὡς καρατόμῳ (καρατομῶν κατὰ Λοβέκκιον ἐν ἐκδ. Nauck) Εὐριπ. Ἄλκ. 1118· κ. ἐρημία νεανίδων, δηλ. ἡ σφαγὴ αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 564· οὕτως, Ἕκτορος.. καρατόμους σφαγὰς ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 606. 2) ἀποτετμημένος ἐκ τῆς κεφαλῆς, κ. χλιδαί, ἀποτετμημένοι ἐκ τῆς κόμης πλόκαμοι, Σοφ. Ἠλ. 52. ΙΙ. παροξ., καρατόμος, ον, ἐνεργ., ὁ καρατομῶν, ἀποκεφαλίζων, μετὰ γεν., Ἑλλάδος καρατόμον Λυκόφρ. 187.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 à qui l’on a coupé la tête;
2 détaché de la tête.
Étymologie: κάρα, τέμνω.