κερατόπους
From LSJ
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
English (LSJ)
ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος,
A hornfooted, hoofed, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1422] ποδος, hornfüßig, Pan.
Greek (Liddell-Scott)
κερᾱτόπους: ὁ, ἡ, πουν, τό, ἔχων τοὺς πόδας ἐκ κερατίνης οὐσίας, ἔχων ὁπλάς, Γλωσσ.