κιστέρνα
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
German (Pape)
[Seite 1443] ἡ, das lat. cisterna, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
κιστέρνα: ἡ, Λατ. cisterna = δεξαμενή, Χρον. Πασχάλ. 578, 10. ― 593, 7, κ. ἀλλ.