κευθῆνες
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
οἱ καταχθόνιοι δαίμονες, Suid.
German (Pape)
[Seite 1426] οἱ, nach Suid. οἱ καταχθόνιοι δαίμονες.
Greek (Liddell-Scott)
κευθῆνες: «οἱ καταχθόνιοι δαίμονες» Σουΐδ.