κονδυλώδης
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
ες,
A knobby, Id.Mochl.1, Dsc.1.107, Gal.2.755.
German (Pape)
[Seite 1480] ες, wie eine harte Geschwulst, geschwollen, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
κονδῠλώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς κόνδυλον, ἐξωγκωμένος, Ἱππ. Μοχλ. 841, κτλ.