κόλπωμα
From LSJ
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
English (LSJ)
ατος, τό,
A bellying or bulging out, of the centre in a line of battle, Plu.Mar.25. II garment with ample folds, worn by kings in Tragedy, Poll.4.116, An.Par.1.19.
German (Pape)
[Seite 1476] τό, der gemachte Busen, Bausch; Plut. Har. 25; Poll. 4, 116.
Greek (Liddell-Scott)
κόλπωμα: τό, ἱμάτιον πτυχῶδες, οἷον ἐφόρουν οἱ βασιλεῖς ἐν τῇ Τραγωδίᾳ, Πλουτ. Μάρ. 25, πρβλ. Πολυδ. Δ΄, 116, Κραμήρ. Ἀνέκ. Παρ. 1. 19.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
vêtement ample et qui fait des plis.
Étymologie: κολπόω.