λῃστεύω
English (LSJ)
fut. -εύσω App. Pun.116:—Pass. (v. infr.), aor.
A ἐλῃστεύθην D.S.2.55:—practise robbery or piracy, Th.7.18, D.4.23; ἐν τῇ γῇ καὶ ἐν τῇ θαλάσσῃ D.C.36.3. 2 c.acc., spoil, plunder, Th.4.45, App.Pun.5, etc.:—Pass., Th. 4.2, 5.14, D.S.l.c.; λῃστεύεται ἡ ὁδός is infested by robbers, Arr.Epict. 4.1.91.
Greek (Liddell-Scott)
λῃστεύω: μέλλ. -εύσω Ἀππ. Καρχηδ. 116. - Παθ. (ἴδε κατωτ.): ἀόρ. ἐλῃστεύθην Διόδ. 2. 55, Ἀππ.· (λῃστής). Εἶμαι λῃστὴς ἢ πειρατής, διεξάγω πειρατικὸν πόλεμον, ἐξασκῶ πειρατείαν, Λατ. latrocinari, Δημ. 46. 14· ἐν τῇ γῇ καὶ ἐν τῇ θαλάσσῃ Δίων Κ. 36. 3. 2) μετ’ αἰτ., λεηλατῶ, λαφυραγωγῶ, ἁρπάζω, Θουκ. 1. 5, κτλ.· καὶ ἐν τῷ Παθ., ὁ αὐτ. 4. 2., 5. 14, Διόδ. 2. 55· λῃστεύεται ἡ ὁδός, κατέχεται ὑπὸ λῃστῶν, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 1, 91.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐλῄστευσα, pf. inus.
Pass. ao. ἐλῃστεύθην;
1 faire métier de brigand ou de pirate;
2 piller, voler.
Étymologie: λῃστής.