μιμόβιος
From LSJ
πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech
English (LSJ)
ὁ,
A actor, Man.4.280.
German (Pape)
[Seite 187] in oder von Nachahmung lebend, Maneth. 4, 280.
Greek (Liddell-Scott)
μῑμόβιος: -ον, ὁ ζῶν ἐκ παραστάσεων μίμων, Μανέθων 4. 280.