ἀλλοιόστροφος
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
ον,
A of irregular strophes, i.e. not consisting of alternate strophe and antistrophe, Heph.Poeëm.5.
German (Pape)
[Seite 104] aus verschiedenen Strophen, Hephaest. 9, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλλοιόστροφος: -ον, ἐν τῇ λυρ. ποιήσει, ὁ ἔχων ἀκανονίστους στροφάς· δηλ. ὁ μὴ συνιστάμενος ἐκ διαδοχικῶν στροφῶν καὶ ἀντιστροφῶν, Ἡφαιστ. 9.
Spanish (DGE)
-ον de estrofas desiguales ποίημα Heph.Poëm.5.3.