ἀναδρέπω
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
A break off, pluck, Nonn.D.9.120:—Med., cull, ῥητορικοὺς λόγους ἀναδρέψασθαι Them.Or.27.332d.
German (Pape)
[Seite 187] abpflücken, übertr., λόγους, Them.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναδρέπω: δρέπω, Νόνν. Δ. 9. 120. - Μέσ., συλλέγω, ῥητορικοὺς λόγους ἀναδρέψασθαι Θεμίστ. 332D.
Spanish (DGE)
cortar, coger, ἄνθος Nonn.D.9.120, en v. med. GDRK 35.3.56
•fig. v. med. escoger, elegir τοὺς ῥητορικοὺς λόγους Them.Or.27.332d.