ἀπόκνισμα
From LSJ
English (LSJ)
ατος, τό,
A that which is nipped off, a little bit, Ar. Pax790.
German (Pape)
[Seite 307] τό, das Abgebrochene, σφυράδων Ar. Pax 769.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόκνισμα: τό, τὸ διὰ τῶν ὀνύχων ἀποκοπὲν μικρὸν τεμάχιον, Ἀριστοφ. Εἰρ. 790.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
écorchure ; rognure.
Étymologie: ἀποκνίζω.