ἀπολιόρκητος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A impregnable, Str.12.3.31, Plu.2.1057e.
German (Pape)
[Seite 312] nicht zu belagern, nicht zu erobern, Strab.; nicht belagert, Plut. de Stoic. absurd. 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπολιόρκητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις να πολιορκήσῃ, Στράβ. 556, Πλούτ. 2. 1057Ε.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
inexpugnable, imprenable par un siège.
Étymologie: ἀ, πολιορκέω.
Spanish (DGE)
-ον
inexpugnable πέτρα Str.12.3.31, fig. ὁ τῶν Στωικῶν σοφός Plu.2.1057e, κακίᾳ ... ἀ. Moschio Hyp.9 (p.496).