βοτανικός
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
ή, όν,
A of herbs, φάρμακα Plu.2.663c; ἡ β. παράδοσις the science of herbal remedies, Dsc.1 Praef.1:—τὰ -κά Id.2 Praef.; β. ἰατρός herbalist, Gal.Thras.24; -κοί, οἱ, herb-gatherers, Id.14.9.
German (Pape)
[Seite 455] Kräuter betreffend, φάρμακα βοτανικά, aus Kräutern bereitet, Plut. Symp. 4, 1; ἡ βοτανική, Pflanzenkunde, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
βοτᾰνικός: -ή, -όν, ἐκ χόρτου, ἐκ βοτανῶν, φάρμακα Πλούτ. 2. 663C· ἡ β. παράδοσις, ἡ βοτανολογία, Διοσκ. προοιμ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
préparé avec des plantes (remède).
Étymologie: βοτάνη.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 hecho de hierbas φάρμακα Plu.2.663c, Dsc.1 praef.8.
2 que concierne a las plantas o hierbas ἡ β. ... παράδοσις la ciencia de las plantas, la botánica Dsc.1 praef.1, β. ἰατρός el médico experto en plantas, el botánico Gal.5.846, ἄνδρες β. Gal.14.9
•plu. subst. τὰ βοτανικά plantas usadas como remedio medicinal Dsc.2 praef.