βραχυγνώμων
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A of small understanding, X. Eq.Mag.4.18 (Comp.).
German (Pape)
[Seite 462] ον, von kurzem, beschränktem Verstande, compar. Xen. Hipp. 4, 18.
Greek (Liddell-Scott)
βρᾰχυγνώμων: -ον, ὁ ἔχων ὀλίγον νοῦν, ὀλιγόνους, βλάξ, Ξεν. Ἱππαρχικ. 4, 18.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
d’intelligence courte.
Étymologie: βραχύς, γνώμη.
Spanish (DGE)
-ον
de corta inteligencia τὰ βραχυγνωμονέστερα ἀνθρώπου θηρία X.Eq.Mag.4.18.