βραχυγνώμων

From LSJ

τὸ κατὰ τὴν τῆς αὑτοῦ ψυχῆς ἐπίταξιν τὰ γιγνόμενα γίγνεσθαι, μάλιστα μὲν ἅπαντα, εἰ δὲ μή, τά γε ἀνθρώπινα → the desire that, if possible, everything,—or failing that, all that is humanly possible—should happen in accordance with the demands of one's own heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρᾰχῠγνώμων Medium diacritics: βραχυγνώμων Low diacritics: βραχυγνώμων Capitals: ΒΡΑΧΥΓΝΩΜΩΝ
Transliteration A: brachygnṓmōn Transliteration B: brachygnōmōn Transliteration C: vrachygnomon Beta Code: braxugnw/mwn

English (LSJ)

βραχυγνώμον, gen. ονος, of small understanding, X. Eq.Mag.4.18 (Comp.).

Spanish (DGE)

-ον
de corta inteligencia τὰ βραχυγνωμονέστερα ἀνθρώπου θηρία X.Eq.Mag.4.18.

German (Pape)

[Seite 462] ον, von kurzem, beschränktem Verstande, compar. Xen. Hipp. 4, 18.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
d'intelligence courte.
Étymologie: βραχύς, γνώμη.

Russian (Dvoretsky)

βρᾰχυγνώμων: 2, gen. ονος обладающий небольшим разумом (βραχυγνωμονέστερα ἀνθρώπου θηρία Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

βρᾰχυγνώμων: -ον, ὁ ἔχων ὀλίγον νοῦν, ὀλιγόνους, βλάξ, Ξεν. Ἱππαρχικ. 4, 18.

Greek Monolingual

βραχυγνώμων, ο (Α)
ο περιορισμένης αντιλήψεως και συνεκδοχικά αυτός που δεν καταλαβαίνει και πολύ, ο λιγόμυαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς + γνώμη].

Greek Monotonic

βρᾰχυγνώμων: -ον, αυτός που έχει λίγο μυαλό, βραχύ νου, σε Ξεν.

Middle Liddell

of small understanding, Xen.