γεοειδής
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
ές,
A = γεώδης, Ti.Locr.101a, Arist.GA731b13, HA555b28.
German (Pape)
[Seite 484] ές, erdartig, erdig, Tim. Locr. 101 a; Arist. H. A. 5, 28 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
γεοειδής: -ές, πρὸς γῆς ἢ χῶμα ὅμοιος, Τίμ. Λοκρ. 101Α, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 23, ἐν τέλ., 5. 28, 3· συνηθέστερον γεώδης.
Spanish (DGE)
-ές
de naturaleza terrosa, terroso, formado por tierra γᾶς τε καὶ γεοειδέων Ti.Locr.101a, γεννᾶται ἔκ τινος συστάσεως γεοειδοῦς καὶ ὑγρᾶς Arist.GA 731b13, ἐκδύνουσιν ἐκ τοῦ γεοειδοῦς τοῦ περιέχοντος ἀκρίδες Arist.HA 555b28, cf. Plu.2.430d.