γωνιώδης
From LSJ
εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος → in the name of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit
English (LSJ)
ες,
A angular, Th.8.104; at a sharp angle, διαστροφή Hp. Art.47.
German (Pape)
[Seite 512] ες, = γωνιοειδής, Thuc. 8, 104; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
γωνιώδης: -ες, (εἶδος) γωνιακός, ὅμοιος γωνίᾳ, Θουκ. 8. 104· ἔχων ἢ σχηματίζων ὀξεῖαν γωνίαν, διαστροφὴ Ἱππ. Ἄρθρ. 812.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
de forme angulaire.
Étymologie: γωνία, -ωδης.
Spanish (DGE)
-ες
angular περιβολή Th.8.104, διαστροφή Hp.Art.47, ἐκκοπαί Procop.Gaz.M.87.645C, ἐξοχὴ γ. un saliente formando esquina en la muralla, Eust.1082.27
•op. σφαιροειδής anguloso, con aristas de la forma de un nido de pájaros οὐ γωνιῶδες Plu.2.966e.