δινωτός
English (LSJ)
ή, όν,
A turned, rounded, λέχη, κλισίη, Il.3.391, Od.19.56; ῥινοῖσι βοῶν καὶ νώροπι χαλκῷ δινωτήν (sc. ἀσπίδα) covered with . . circular plates (or adorned with spirals), Il.13.407; θρόνος A.R.3.44. II whirling, κύκλοι Parm.1.7; πτέρυγες Epic.Alex.Adesp. 4.14 Pap.
Greek (Liddell-Scott)
δῑνωτός: -ή, -όν, (δινόω) τορνευτός, στρογγύλος, ἀσπίς, λέχος Ἰλ. Γ. 391, Ὀδ. Τ. 56· ῥινοῖσι βοῶν καὶ νώροπι χαλκῷ δινωτὴν [ἐνν. ἀσπίδα], κατεσκευασμένην κυκλοτερῶς διὰ δερμάτων βοῶν καὶ χαλκῶν πλακῶν, Ἰλ. Ν. 407.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
fait au tour ; ῥινοῖσι καὶ χαλκῷ δινητή IL bouclier couvert sur toute sa surface ronde de peaux et d’airain.
Étymologie: δῖνος.
Spanish (DGE)
(δῑνωτός) -ή, -όν
• Grafía: graf. δειν- Hsch.
• Prosodia: [-ῐ- Man.6.577]
I 1redondo, ἀσπίς Il.13.407, Θυτήριον Arat.440, σάκος A.R.4.222, cf. AP 6.219 (Antip.Sid.), λίθος AP 16.306 (Leon.), ὦμοι Man.l.c., πόλος Nonn.D.1.364, 2.163.
2 torneado, aunque tal vez decorado con círculos o espirales λέχη Il.3.391, κλισίη δ. ἐλέφαντι καὶ ἀργύρῳ Od.19.56, θρόνος A.R.3.44, δ. μολίβοιο ... κύβος Opp.H.4.83, cf. IG 22.1440.35 (IV a.C.), Hsch., Eust.1715.42.
II que gira, que da vueltas κύκλοι Parm.B 1.7, Arat.462, ἄστρων Κύκλος Ps.Emp.Sphaer.54, σκολιῇσι δράκων δ. ἀκάνθαις Nonn.D.12.319, cf. 38.162.