δρόμων
From LSJ
δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)
English (LSJ)
ωνος, ὁ,
A a light vessel, Procop.Vand.1.11, Lyd.Mag.2.14, etc. II = δρομίας 11, Hsch.
German (Pape)
[Seite 668] ωνος, ὁ, der Läufer, – a) eine Art Seekrebs, Hesych., vgl. δρομίας. – b) ein Schiff, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δρόμων: -ωνος, ὁ, ἐλαφρὸν ποιλάριον, ταχυναυτούσας ὁλκάδας, ἃς δρόμωνας εἴωθεν ὀνομάζειν τὸ πλῆθος Θεοφύλακτ. Σιμοκ. Ἱστορ. σ. 178, Βυζ. ΙΙ. εἶδός τι καρκίνου, ὡς ὁ δρομίας, Ἡσύχ.