δυσμικός
ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us
English (LSJ)
ή, όν, (δυσμή)
A = δυτικός, western, Str.2.5.11, Hld.8.15: Comp., Str.2.1.34, Ptol.Alm.2.13, Theo Sm.p.137 H.: Sup., Str. 2.1.32, Ptol.Geog.2.3.18.
German (Pape)
[Seite 684] abendlich, westlich; Strab. II p. 85 u. öfter; Heliod. 8, 15.
Greek (Liddell-Scott)
δυσμικός: -ή, -όν, (δυσμή) = δυτικός, Στράβων 85, Ἡλιόδ. 8. 15· ὑπερθ. -ώτατος, Πτολ. Γεωγρ. 2. 3, 18.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
occidental τὰ δυσμικὰ μέρη Str.2.5.11, πλευρά Str.14.5.22, 14.6.4, Ptol.Geog.2.6.1, παράπλους Str.14.6.3, τόπος Ptol.Alm.2.13, στοά IStratonikeia 653.4 (I d.C.), MAMA 8.498.17 (II d.C.), cf. Theo Sm.137, τὸ δυσμικώτατον σημεῖον el punto más occidental Str.2.1.32, ἀπὸ τῶν δυσμικωτέρων desde el oeste Hld.8.15.1, cf. Str.2.1.34, ref. a pueblos, Ptol.Geog.2.3.11, 12, ὁ δ(ιὰ) Ῥώμης μεσημβρινὸς δυσμικώτερός ἐστι τοῦ δ(ι') Ἀλεξανδρείας μεσημβρινοῦ POxy.Astr.4142.2.2.14 (IV d.C.).