ἐκθάρσημα
From LSJ
Δίκαια δράσας συμμάχους ἕξεις θεούς → Opem tibi deus, iusta si egeris, feret → Gerechtes Handeln schenkt der Götter Beistand dir
English (LSJ)
ατος, τό,
A ground for confidence, Plu.2.1103a.
German (Pape)
[Seite 760] τό, Ermuthigung, Plut. Non posse 22.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκθάρσημα: τό, λόγος, αἰτία πεποιθήσεως, ὁ λόγος δι’ ὃν ἔχει τις πεποίθησιν, Πλούτ. 2. 1103 Α.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
élan de confiance, confiance.
Étymologie: ἐκθαρσέω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
confianza, seguridad τῷ μὲν Ἐπικούρῳ καὶ Μητρόδωρος καὶ Πολύαινος ... ἐ. ... ἦσαν tanto Metrodoro como Polieno eran fuente de confianza para Epicuro Plu.2.1103a.