ἑνδεκασύλλαβος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A eleven-syllabled, ἑ. Πινδαρικόν (sc. μέτρον) Heph.14.2.
German (Pape)
[Seite 832] clssylbig, Hephaest.
Greek (Liddell-Scott)
ἑνδεκασύλλαβος: -ον, ὁ ἐξ ἕνδεκα συλλαβῶν συνιστάμενος, τὸ Σαπφικὸν καλούμενον ἑνδεκασύλλαβον Ἡφαιστίων 14. 2.
Spanish (DGE)
-ον
métr. endecasílabo del metro de once sílabas, del alcaico, Heph.14.3, del sáfico, Heph.14.1, del pindárico, Heph.14.2, del falecio, Cat.12.10, 42.1.