ἐπηγκενίδες

From LSJ
Revision as of 15:28, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπηγκενίδες Medium diacritics: ἐπηγκενίδες Low diacritics: επηγκενίδες Capitals: ΕΠΗΓΚΕΝΙΔΕΣ
Transliteration A: epēnkenídes Transliteration B: epēnkenides Transliteration C: epigkenides Beta Code: e)phgkeni/des

English (LSJ)

[ῐ], αἱ,

   A long planks bolted to the upright ribs(σταμίνες) of the ship, Od.5.253. (Prob. from ἀγκών: ἐπηγανίδες (sic). ἐπηνύηματα, Hsch.: ἐπητανίδεσσι (ἐπιτανίδες cod.) was read by Rhian. ap. Sch.Od. l.c.)

German (Pape)

[Seite 920] αἱ (ἐνεγκεῖν), Od. 5, 253, die langen, an den Seiten des Schiffes über die Rippen geschlagenen Bretter, die äußere Bedeckung des Schiffsbauches (vgl. σταμίνες), Schol. ἡ ἀπὸ πρώρας ἕως πρύμνης ἐπενεχθεῖσα σανίς, Ap. Lex. τὰ διηνεκῆ ξύλα.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπηγκενίδες: ῐ, αἱ, ἐν Ὀδ. Ε. 253, αἱ μακραὶ σανίδες αἱ προσηρμοσμέναι ἐπὶ τῶν πλευρῶν τοῦ πλοίου· «ἐπηγκενίδες, σανίδες ἐκ πρῴρας εἰς πρύμναν τεταμέναι... ἔστι δὲ ἐπηγκενὶς ἢ καθ’ ἣν οἱ σκαλμοὶ πήγνυνται, ἢ ὅπερ κοινῶς περίτονον λέγεται παρὰ τὸ διόλου τείνεσθαι» κτλ. (Εὐστ.), πρβλ. Ἡσύχ. καὶ ἴδε τὰς λέξ. σταμὶν καὶ ἵκριον. (Πιθ. ἐκ τοῦ ἐνεγκεῖν, ἠνεκής).

French (Bailly abrégé)

ων (αἱ) :
bordage, planches qui forment les flancs du navire de la proue à la poupe.
Étymologie: ἐπί, ἐν, κενός.

English (Autenrieth)

uppermost streaks or planks of a ship, forming the gunwale, Od. 5.253†. (See cut No. 32, letter c).