ἑτεροῖος
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
English (LSJ)
α, ον, Ep. ἑτερ-οίϊος, η, ον, D.P.1180:—
A of a different kind, diverse, Hdt.1.99, al.; τὰ ἑ. οὐκ ἀλλοῖα; Pl.Prm.161a, al.; τί φαίνεται ἑτεροῖον διανοηθεὶς ὁ ἰητρὸς ἢ . . ; Hp.VM7; ἑ. τινός ib.9; unusual, strange, Id.Acut.6; φωναί Phld.Po.994 Fr.10. Adv. -οίως, διαιτηθῆναι Hp. Acut.39, cf. Gal.2.219. II diversified, differentiated, κόσμος, ἀριθμός, Dam.Pr.194,204. III different from what should be, untoward, ἤν τι ἑ. ἀποβαίνῃ Luc.JTr.32.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτεροῖος: -α, -ον, Ἐπικ. -όϊος, η, ον, Διον. Π. 1180: ― ἀλλοῖος, διάφορος τὸ εἶδος, Ἡρόδ. 1. 99., 2. 35., 4. 62· ἑτ. ἢ.., Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 10· ἑτ. τινὸς αὐτόθι 11· ἀσυνήθης, παράδοξος, ὁ αὐτ. ἐν τῷ π. Διαίτ. Ὀξ. 384. ― Ἐπίρρ. -οιως, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 390.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
différent, autre, d’autre sorte.
Étymologie: ἕτερος.