ἡμιπύρωτος
From LSJ
Ἦθος πονηρὸν φεῦγε καὶ κέρδος κακόν → Iniusta fuge compendia et mores malos → Charakterlosigkeit und Unrechtsvorteil flieh
English (LSJ)
[ῠ], ον,
A half-burnt, AP7.401.5 (Crin.).
German (Pape)
[Seite 1169] halb verbrannt, λείψανα, Crinag. 73 (VII, 401).
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιπύρωτος: -ον, (πῠρόω) κατὰ τὸ ἥμισυ κεκαυμένος, λείψανα Ἀνθ. Π. 7. 401.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à demi brûlé.
Étymologie: ἡμι-, πυρόω.