ἡρωικός

From LSJ
Revision as of 10:31, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡρωικός Medium diacritics: ἡρωικός Low diacritics: ηρωικός Capitals: ΗΡΩΙΚΟΣ
Transliteration A: hērōikós Transliteration B: hērōikos Transliteration C: iroikos Beta Code: h(rwiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of the heroes, κατὰ τοὺς ἡ. χρόνους (cf. ἥρως 1.1) Arist.Pol.1285b4; ἡ χλαῖνα ἡ. φόρημα Ammon.Diff. p.140V.    2 of or for a hero, heroic, φῦλον Pl.Cra.398e; ἡ. σώματα of heroic stature, Phld.Po.2.43; ἀρετή Arist.EN1145a20; ἡρωϊκὰ φρονεῖν Luc.Am.20. Adv. -κῶς like a hero, τελευτῆσαι τὸν βίον D.S. 2.45; cf. ἡροϊκός.    II in Metre, ἡ. στίχος heroic verse, hexameter, Pl.Lg.958e; μέτρον Arist.Po.1459b32; εἰς τὴν ἡ. τάξιν ἐπανῆχθαι to be brought into an Epic poem, D.60.9. Adv. -κῶς, τὴν τραγῳδίαν ἀναγνῶναι D.T.629.18.

Greek (Liddell-Scott)

ἡρωικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τοὺς ἥρωας, κατὰ τοὺς ἡρ. χρόνους (ἴδε ἥρως Ι. 1) Ἀριστ. Πολ. 3. 14, 11· ἡ χλαῖνα ἡρ. φόρημα ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 458, κτλ. 2) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἥρωα, φῦλον Πλάτ. Κρατ. 398Ε· ἀρετὴ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 1, 1· ἡρωϊκὰ φρονεῖν Λουκ. Ἔρωσ. 20. - Ἐπίρρ. -κῶς, ὡς ἥρως, τελευτᾶν Διόδ. 2. 45· συγκρ. ἡρωικώτερον Θεοφύλ. Πρβλ. ἡροϊκός, ΙΙ. ἐν τῇ μετρικῇ, ἡρ. στίχος, ὁ ἑξάμετρος,· Πλάτ. Νόμ. 958Ε· μέτρον Ἀριστ. Ποιητ. 24, 8· εἰς τὴν ἡρ. τάξιν ἐνανάγειν, μεταφέρειν εἰς ἐπικ. ποίημα, Δημ. 1391. 22.