κατακεράννυμι
From LSJ
ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?
English (LSJ)
A mix, temper, in Pass., Arist.Pr.949a38, Sor.1.53, Plu.2.132d:—Act., dilute, weaken, δριμύτητα Dsc.5.11; cf. κατακίρνημι:— also κατακεραννύω, Poll.10.149.
German (Pape)
[Seite 1352] (s. κεράννυμι), vermischen; Wein, Plut. de san. tu. p. 396, im part. praes. pass.; κατακεραννύουσι τὸν σίδηρον Poll. 10, 149.
Greek (Liddell-Scott)
κατακεράννῡμι: (ἀνα)μιγνύω, οἶνον κατακεραννύμενον καλῇ ὑδροποσίᾳ Πλούτ. 2. 132D· ὡσαύτως -ύω, Πολυδ. Ι΄ 149. -Μέσ., μέλλ.-κεράσομαι Εὐμάθ. 4. 25. -Παθ., Ἀριστ. Προβλ. 28. 1, 3.