κατασοβαρεύομαι
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
English (LSJ)
A regard haughtily, τινος J.BJ3.1.1, D.L.1.81, Men.Prot.p.321 D.
German (Pape)
[Seite 1380] med., sich stolz, hoffährtig betragen gegen Jem., τινός, D. L. 1, 81, Ios. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατασοβαρεύομαι: ἀποθ., σοβαρῶς, ὑπερηφάνως φέρομαι πρός τινα, καταφρονῶ, τινος· κατασοβαρεύσασθαι Διογ. Λ. 1. 81.