κλυτοεργός
From LSJ
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
English (LSJ)
όν,
A making κλυτὰ ἔργα: hence, = κλυτοτέχνης, epith. of Hephaestus, Od. 8.345; Τύχη AP10.64 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 1457] berühmt durch schöne Werke, berühmter Künstler; Hephästus, Od. 8, 345; Τύχη, Agath. 65 (X, 64).
Greek (Liddell-Scott)
κλῠτοεργός: -όν, (*ἔργω), περίφημος διὰ τὴν ἐργασίαν του, διὰ τὴν τέχνην του, ἑπομένως συνώνυμον τῷ κλυτοτέχνης, ἐπίθ, τοῦ Ἡφαίστου, Ὀδ. Θ. 345· Τύχη Ἀνθ. Π. 10. 64.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
célèbre par ses ouvrages ou son talent.
Étymologie: κλυτός, ἔργον.