κλονοκάρδιος
From LSJ
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
English (LSJ)
ον,
A heart-stirring, epith. of the thunderbolt, Orph.H.19.8 (cj. Steph. pro χρονοκάρδιος).
German (Pape)
[Seite 1456] herzerschütternd, Conj. in Orph. H. 18, 8 für χρονοκάρδιος.
Greek (Liddell-Scott)
κλονοκάρδιος: ον. ὁ τὰς καρδίας κλονῶν, ἐπίθετ. τοῦ κεραυνοῦ, Ὀρφ. Ὕμν. 19. 8, ἐξ εἰκασίας τοῦ Στεφ. ἀντὶ χρονοκάρδιος.