κρυστάλλινος
From LSJ
English (LSJ)
η, ον,
A icy, χεῖρες Hp.Epid.7.25. II of crystal, κύλιξ D.C.54.23; νίπτρα AP9.330 (Nicarch.).
German (Pape)
[Seite 1516] von Krystall, hell u. rein, durchsichtig; νίπτρα Νυμ φᾶν Nicarch. 8 (IX, 330); κύλιξ D. Cass. 54, 23.
Greek (Liddell-Scott)
κρυστάλλῐνος: -η, -ον, ἐκ τοῦ κρυστάλλου, «κρουσταλλένιος», κύλιξ Δίων Κ. 54· 23· νίπτρα Ἀνθ. Π. 9. 330.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
de cristal.
Étymologie: κρύσταλλος.