λογικεύομαι
From LSJ
English (LSJ)
A to be merely arguing, πρὸς ἐπίδειξιν Dam.Pr.320, cf. 162.
Greek (Liddell-Scott)
λογῐκεύομαι: κάμνω λογικὸν συμπέρασμα, συλλογίζομαι κατὰ τοὺς κανόνας τῆς λογικῆς, Ἐκκλ. κλ., ἴδε Λοβ. Φρύν. 198.
Full diacritics: λογῐκεύομαι | Medium diacritics: λογικεύομαι | Low diacritics: λογικεύομαι | Capitals: ΛΟΓΙΚΕΥΟΜΑΙ |
Transliteration A: logikeúomai | Transliteration B: logikeuomai | Transliteration C: logikeyomai | Beta Code: logikeu/omai |
A to be merely arguing, πρὸς ἐπίδειξιν Dam.Pr.320, cf. 162.
λογῐκεύομαι: κάμνω λογικὸν συμπέρασμα, συλλογίζομαι κατὰ τοὺς κανόνας τῆς λογικῆς, Ἐκκλ. κλ., ἴδε Λοβ. Φρύν. 198.