λεπτόδομος
From LSJ
Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt
Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt
Full diacritics: λεπτόδομος | Medium diacritics: λεπτόδομος | Low diacritics: λεπτόδομος | Capitals: ΛΕΠΤΟΔΟΜΟΣ |
Transliteration A: leptódomos | Transliteration B: leptodomos | Transliteration C: leptodomos | Beta Code: lepto/domos |
ον, (δέμω)
A slightly framed, slight, πείσματα A.Pers.112 (lyr.).
[Seite 30] dünn-, seingebaut, sein, πείσματα Aesch. Pers. 112.
λεπτόδομος: -ον, λεπτῶς κατεσκευασμένος, λεπτός, πεῖσμα Αἰσχύλ. Πέρσ. 112.