μαρίλη
γῆ καὶ ὕδωρ πάντ' ἔσθ' ὅσα γίνοντ' ἠδὲ φύονται → earth and water are everything that comes into being and grows, all things that come into being or sprout are earth and water
English (LSJ)
ἡ,
A embers of charcoal, coal-dust (= ἡ ἐξ ἀνθράκων τέφρα Sch.Ar.Ach.349; = ἀμαυρὸν πῦρ, ὁ χνοῦς καὶ τὸ λεπτότατον τῶν ἀνθράκων, Suid.), Hippon.59, Cratin.257, Com.Adesp.443; μ. ἀνθράκων Hippon.71, cf.Ar.Ach.350: distd. from ἄνθρακες (charcoal) and σποδιή (ashes) by Hp.Mul.2.133; hot embers, Ruf. ap. Orib.4.2.20; λεπτῆς μ. Arist.Pr.967b5; χαλκεὺς γέμων κάπνου καὶ μαρίλης Jul.Or.7.233b: hence, ὦ Μᾰρῑλάδη O son of Coaldust! comic name of an Acharnian collier, Ar.Ach.609.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰρίλη: ἢ μαρίλα [ῑ], ἡ, (ἴσως ἐκ τοῦ μαίρω, μαρμαίρω): - ἡ μὴ καεῖσα κόνις τῶν ἀνθράκων, τὸ λεπτότατον τῶν ἀνθράκων, (ὁ χνοῦς τῶν ἀνθράκων Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 350), Κρατῖν., ἐν «Ὥραις» 9· μ. ἀνθράκων Ἱππῶν. 62, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· διακρίνεται δὲ ἀπὸ τῶν ἀνθράκων καὶ τῆς σποδίς (στάκτης, τέφρας) ὑπὸ τοῦ Ἱππ. 648. 55· λεπτῆς μ. Ἀριστ. Προβλ. 38. 8· - ἐντεῦθεν, ὧ Μᾰρῑλάδη, κωμ. ὄνομα ἀνθρακέως ἐξ Ἀχαρνῶν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 609.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
petit charbon, braise ; cendre brûlante.
Étymologie: DELG μαρμαίρω.
Par. σποδός, ἄνθραξ.