μελανόχλωρος
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ον,
A = μελάγχλωρος, Procl.Par.Ptol.204.
German (Pape)
[Seite 120] schwärzlich blaß, Procl.
Greek (Liddell-Scott)
μελᾰνόχλωρος: -ον, μαυροκίτρινος, Πρόκλ. Παράφρασ. Πτολ. σελ. 204.