μελίτταινα
From LSJ
νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day
English (LSJ)
ἡ,
A = μελισσοβότανον, Dsc.3.104:—also μελίττ-αιον, τό, Ps.- Dsc.ibid. Cf. μελίκταινα.
German (Pape)
[Seite 125] ἡ, = μελισσοβότανον, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
μελίτταινα: ἡ, = μελισσοβότανον, Διοσκ. 3. 118.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
mélisse, plante.
Étymologie: μέλισσα.