μελάμφυλλος
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
English (LSJ)
ον,
A dark-leaved, δάφνα Anacr. 78 (= 92 Diehl, perh. pr. n.); δάφναι Theoc.Ep.1.3; κισσός D.P.573; of places, dark with leaves, Αἴτνας κορυφαί Pi.P.1.27; γῆ S.OC 482; ὄρη Ar.Th.997 (lyr.). II as Subst. μελάμφυλλον, τό, = ἄκανθος, Dsc.3.17, Gal.11.818.
German (Pape)
[Seite 118] schwarzblätterig, mit dunklem Laube, dichtbelaubt, Αἴτνας μελαμφύλλοις κορυφαῖς, Pind. P. 1, 27; γῆ, Soph. O. C. 483, schattig; ὄρη, Ar. Th. 997; sp. D., wie D. Per. 573; – τὸ μελάμφυλλον, eine Pflanze, Bärenklau, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
μελάμφυλλος: -ον, ὁ ἔχων μέλανα, μαῦρα φύλλα, δάφνα Ἀνακρ. 82˙ κισσὸς Διον. Π. 573˙ ἐπὶ τόπων, δασύς, σύσκιος, κατάσκιος ἐκ τῶν φύλλων, Αἴτνα Πινδ. Π. 1. 53˙ γῆ Σοφ. Ο. Κ. 482˙ ὄρη Ἀριστοφ. Θεσμ. 997. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., μελάμφυλον, τό, = ἄκανθος, Διοσκ. (ἐκ τῶν Νόθων) 3. 19.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au feuillage sombre.
Étymologie: μέλας, φύλλον.
English (Slater)
μελάμφυλλος, -ον
1 dark with foliage Αἴτνας ἐν μελαμφύλλοις κορυφαῖς (P. 1.27)