μελουργός

From LSJ
Revision as of 11:36, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau

Menander, Monostichoi, 469
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελουργός Medium diacritics: μελουργός Low diacritics: μελουργός Capitals: ΜΕΛΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: melourgós Transliteration B: melourgos Transliteration C: melourgos Beta Code: melourgo/s

English (LSJ)

όν,

   A = μελοποιός, Man.4.185.

German (Pape)

[Seite 128] = μελοποιός, Maneth. 4, 185.

Greek (Liddell-Scott)

μελουργός: -όν, (*ἔργω) = μελοποιός, Μανέθων 4. 185· ἐντεῦθεν παρ’ Ἐκκλ., μελούργημα, τό, καὶ μελουργία, ἡ, μουσική, μουσουργία· μελουργικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μουσικήν.