μελουργός

From LSJ

τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελουργός Medium diacritics: μελουργός Low diacritics: μελουργός Capitals: ΜΕΛΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: melourgós Transliteration B: melourgos Transliteration C: melourgos Beta Code: melourgo/s

English (LSJ)

μελουργόν, = μελοποιός, Man.4.185.

German (Pape)

[Seite 128] = μελοποιός, Maneth. 4, 185.

Greek (Liddell-Scott)

μελουργός: -όν, (*ἔργω) = μελοποιός, Μανέθων 4. 185· ἐντεῦθεν παρ’ Ἐκκλ., μελούργημα, τό, καὶ μελουργία, ἡ, μουσική, μουσουργία· μελουργικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μουσικήν.

Greek Monolingual

μελουργός, -όν (ΑM)
αυτός που συνθέτει μουσική
μσν.
μελωδικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλος + -ουργός].