μουσουργία

From LSJ

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μουσουργία Medium diacritics: μουσουργία Low diacritics: μουσουργία Capitals: ΜΟΥΣΟΥΡΓΙΑ
Transliteration A: mousourgía Transliteration B: mousourgia Transliteration C: mousourgia Beta Code: mousourgi/a

English (LSJ)

ἡ, singing, making poetry, Luc.Vit.Auct.3, Corp.Herm.18.6.

German (Pape)

[Seite 211] ἡ, das Spielen, Singen, Dichten, Luc. Vit. auct. 3 astrol. 10.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
chant, poésie.
Étymologie: μουσουργός.

Russian (Dvoretsky)

μουσουργία: ион. μουσουργίη ἡ мусическое творчество, т. е. пение, музыка, поэзия Luc.

Greek (Liddell-Scott)

μουσουργία: ἡ, τὸ ἔργον τοῦ μουσουργοῦ, μελοποιΐα, ποίησις, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 3.

Greek Monolingual

η (ΑΜ μουσουργία, Α ιων. τ. μουσουργίη) μουσουργός
νεοελλ.
η σύνθεση μουσικών έργων
μσν.-αρχ.
μελοποιία.

Greek Monotonic

μουσουργία: ἡ, η τέχνη του τραγουδιού, η συγγραφή της ποίησης, σε Λουκ.

Middle Liddell

μουσουργία, ἡ,
a singing, making poetry, Luc. [from μουσουργός