μεσεύω

From LSJ
Revision as of 20:02, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

ἀνιαρῶς τε φέρει τὴν τελευτὴν, καίτοι γε τὸν πρόσθεν χρόνον διαχλευάζων τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον, καὶ πρᾴως ἐπιτωθάζων → he bears death with grief, although in a former time he criticized, and mildly derided, those that were fearing death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσεύω Medium diacritics: μεσεύω Low diacritics: μεσεύω Capitals: ΜΕΣΕΥΩ
Transliteration A: meseúō Transliteration B: meseuō Transliteration C: meseyo Beta Code: meseu/w

English (LSJ)

   A keep the middle or mean between two, c. gen., Pl.Lg.756e; Πλάτων μεσεύων Πυθαγόρου καὶ Σωκράτους, τοῦ μὲν δημοτικώτερος τοῦ δὲ σεμνότερος ὤφθη Numen. ap. Eus.PE14.5.    2 abs., stand midway, μ. κατὰ τοὺς τόπους Arist.Pol.1327b29.    b to be neutral, X. HG7.1.43, D.C.41.46.

German (Pape)

[Seite 137] in der Mitte sein, liegen, die Mitte halten; ἧς ἀεὶ δεῖ μεσεύειν τὴν πολιτείαν, Plat. Legg. VI, 756 e; Xen. Hell. 7, 1, 48; Arist. pol. 7, 7.

Greek (Liddell-Scott)

μεσεύω: ὡς τὸ μεσόω, εἶμαι ἐν τῷ μέσῳ, κατέχω τὸ μέσον μεταξὺ δύο, μετὰ γεν., Πλάτ. Νόμ. 756Ε, Νουμήνιος παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 729Α. 2) ἀπολ., ἵσταμαι ἐν τῷ μέσῳ, μ. κατὰ τοὺς τόπους Ἀριστ. Πολιτ. 7. 7, 3· μένω οὐδέτερος, Ξεν. Ἑλλην. 7. 1, 43.

French (Bailly abrégé)

tenir le milieu de ou entre, gén..
Étymologie: μέσος.