μηθείς
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
English (LSJ)
fem. μηθεμία only in PPetr.2p.42 (iii B.C.); neut. μηθέν:—
A = μηδείς, μηδέν, freq. in Inscrr. and Pap. from iv B.C., IG22.43.37, al., Men.Epit.145, Pk.129, PPetr.1p.80, PCair.Zen.18.7, al. (iii B.C.), etc.: but rarely after the Christian era, once in NT, Act.Ap.27.32, cf. POxy.495.17 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 171] μηθέν, = μηδείς, spätere Form für μηδείς, μηδέν, von Arist. u. Theophr. an öfter gebraucht; vgl. Lob. zu Phryn. 182; das fem. wird aber nie μηθεμία. So auch μηθέτερος.
Greek (Liddell-Scott)
μηθείς: οὐδ. μηθέν, μεταγενέστερος τύπος τοῦ μηδείς, μηδέν, ἐν μεταγεν. τινὶ Ἀττικῇ ἐπιγραφῇ ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 17, καὶ συχνάκις παρὰ μεταγεν., ἴδε ἐν λ. οὐθείς· ἀλλ’ οὐδέποτε τὸ θηλ. μηδεμία ἐγένετο μητεμία.
French (Bailly abrégé)
seul. au masc. et au neutre μηθέν (pour le fém., on n’emploie que μηδεμία de μηδείς);
c. μηδείς.
Étymologie: μήτε, εἷς.